- μελανόκολπος
- μελᾰνό-κολπος, ον,A darkbosomed, Νύξ prob. for μεγαλόκολπος in B.Fr.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελανόκολπος — μελανόκολπος, ον (Α) βλ.μελάγκολπος … Dictionary of Greek
κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… … Dictionary of Greek
μελάγκολπος — και μελανόκολπος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρο κόλπο, δηλ. στήθος («μελαγκόλποιο Νύμφης», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κόλπος (πρβλ. αγλαό κολπος, βαθύ κολπος)] … Dictionary of Greek